παραπλέοντας

παραπλέοντας
παραπλέω
sail by
pres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)
παραπλέω
sail by
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • παρεκνέομαι — Α πλέω κοντά, περνώ παραπλέοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκ + νέομαι «πηγαίνω, γυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • Γουίλκς, Τσαρλς — (Charles Wilkes, Νέα Υόρκη 1798 – Ουάσινγκτον 1877). Αμερικανός εξερευνητής. Υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό και απέκτησε φήμη που του εξασφάλισε την αρχηγία μιας εξερευνητικής αποστολής στις θάλασσες του Νότου. Τον Αύγουστο του 1838 ξεκίνησε με… …   Dictionary of Greek

  • Λα Σαλ, Ρενέ Ρομπέρ — (René Robert Cavelier sieur de La Salle, Ρουέν 1643 – Ρίο Μπράσος, Τέξας 1687). Γάλλος εξερευνητής. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο τάγμα των ιησουιτών, μετανάστευσε στον Καναδά αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Το 1669 συμμετείχε σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Νόρντενσκιελντ, Άντολφ Έρικ Νιλς — (Nils Adolf Erik BaronNordenskjold, Ελσίνκι 1832 – Ντάλμπιε, Λουντ 1901). Σουηδός εξερευνητής. Ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές της Αρκτικής, έδρασε κυρίως στην περιοχή της Σβάλμπαρτ (Σπιτσβέργης), όπου διηύθυνε τέσσερις αποστολές, στη… …   Dictionary of Greek

  • Πιθάρο, Φρανθίσκο — (Pizarro, Τρουχίλιο, Εστρεμαδούρα 1475 περίπου – Λίμα 1541). Iσπανός κατακτητής του Περού Γιος αξιωματικού στην υπηρεσία του Φερνάντεθ ντε Κόρδοβα, πέρασε σκληρά παιδικά και εφηβικά χρόνια, κάνοντας τις πιο ταπεινές εργασίες. Τίποτα άλλο δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ποτίδαια — Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, αποικία των Κορινθίων. Χτίστηκε περίπου το 600 π.Χ., σχετίστηκε με τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου, την κατέστρεψε ο Φίλιππος το 356 π.Χ. και την ξανάχτισε ο Κάσσανδρος το 316 π.Χ. με την ονομασία Κασσάνδρεια.… …   Dictionary of Greek

  • Πυθέας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ισχένοου από την Αίγινα. Κατά την περσική εισβολή, βρισκόταν μέσα στο πλοίο της Αίγινας που είχε τριήραχο τον Ασωνίδη. Όταν το πλοίο του κυριεύτηκε από τους Πέρσες, ο Π. έδειξε τόση γενναιότητα, ώστε… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτ, Ρόμπερτ Φόκον — (Scott). Άγγλος εξερευνητής (Ντέβονπορτ 1868 Ανταρκτική 1912). Υπηρέτησε στο αγγλικό πολεμικό ναυτικό και διακρίθηκε τόσο ώστε το 1889, σε ηλικία 21 ετών, του ανατέθηκε η ηγεσία μιας εξερευνητικής αποστολής στην Ανταρκτική. Ξεκίνησε τον Αύγουστο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”